- ἐφεψιάομαι
- ἐφ-εψιάομαι: mock, make sport of, τινί. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐφεψιόωνται — ἐφεψιάομαι mock pres subj mp 3rd pl (epic) ἐφεψιάομαι mock pres ind mp 3rd pl (epic) ἐφεψιάομαι mock pres subj mp 3rd pl (epic) ἐφεψιάομαι mock pres ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεψιᾶσθαι — ἐφεψιάομαι mock pres inf mp ἐφεψιάομαι mock pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεψιόωντο — ἐφεψιάομαι mock imperf ind mp 3rd pl (epic) ἐφεψιάομαι mock imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεψιώμενοι — ἐφεψιάομαι mock pres part mp masc nom/voc pl ἐφεψιάομαι mock pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)